ἁλουργικός

ἁλουργικός
ἁλουργ-ικός, ή, όν,
A = ἁλουργής, AB379, Phot.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλουργικός — ἁλουργικός, ή, όν (Μ) [ἁλουργός] ο ἁλουργής* …   Dictionary of Greek

  • ἁλουργικά — ἁλουργικός neut nom/voc/acc pl ἁλουργικά̱ , ἁλουργικός fem nom/voc/acc dual ἁλουργικά̱ , ἁλουργικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλουργής — ἁλουργής, ές και σπάνια ἁλουργός, όν και ἁλουρνοῦς, οῦν (Α) ο βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα, αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο χρώμα (και δεν απομιμείται το χρώμα τής πορφύρας) «στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «ἁλουργός χιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”